- ξεχώνιασμα
- τό1) прям. , перен. выкапывание, откапывание; обнаружение (чего-л. скрытого); 2) глубокая вспашка целины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεχώνιασμα — το [ξεχωνιάζω] 1. σκάψιμο εδάφους σε βάθος 2. το να βγάζει κανείς στην επιφάνεια κάτι που είναι βαθιά χωμένο στη γη 3. (κατ επέκτ.) αποκάλυψη και εμφάνιση αντικειμένου καλά κρυμμένου … Dictionary of Greek
ξεχώνιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεχωνιάζω, το σκάψιμο της γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκσκαφή — η 1. ξέσκαμμα, ξεχώνιασμα, σκάψιμο. 2. άνοιγμα αυλακιών, εκχωμάτιση, εκβραχισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκταφή — η 1. το βγάλσιμο πτώματος από τον τάφο για νεκροψία, το ξεθάψιμο. 2. το βγάλσιμο των κοκάλων από τον τάφο. 3. μτφ., το ξεχώνιασμα πράγματος κρυμμένου κάπου, το ξέχωσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)